injecté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

injecté (fr)

  1. κατακόκκινος από το αίμα
  2. bois injecté, ξύλο διαποτισμένο από κάποιο υγρό που το προστατεύει από τη διάβρωση