Μετάβαση στο περιεχόμενο

innovation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
innovation innovations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

innovation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η καινοτομία, η ενέργεια του καινοτομώ
      Collaboration between the two companies led to significant innovation.
    Η σύμπραξη των δύο εταιρειών οδήγησε σε σημαντική καινοτομία.
  2. η καινοτομία, η κατασκευή αυτού που καινοτομεί
      It is one of the most important innovations of our time.
    Είναι μία από τις πιο σημαντικές καινοτομίες της εποχής μας.



      ενικός         πληθυντικός  
innovation innovations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

innovation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη innover