innovation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
innovation (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
innovation | innovations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
innovation (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη innover