inquietação
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
inquietação (pt) < inquietatio , onis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inquietação (pt) θηλυκό
- η ανησυχία, η νευρικότητα, η διέγερση
- η έλλειψη ειρήνης, γαλήνης, ηρεμίας