insaissable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

insaissable < in- + saisissable

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
insaissable insaissables

insaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δεν μπορεί να κατασχεθεί
  2. που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός με τα αισθητήρια όργανα