insecticide
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| insecticide | insecticides |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]insecticide (en)
- το εντομοκτόνο, το απεντομωτικό
a strain of mosquitoes that have gained resistance to insecticides - είδος κουνουπιών που έχουν αποκτήσει αντοχή στα εντομοκτόνα
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| insecticide | insecticides |
insecticide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| insecticide | insecticides |
insecticide (fr) αρσενικό
- το εντομοκτόνο