insecticide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
insecticide insecticides

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

insecticide (en)

  • το εντομοκτόνο, το απεντομωτικό
    a strain of mosquitoes that have gained resistance to insecticides - είδος κουνουπιών που έχουν αποκτήσει αντοχή στα εντομοκτόνα



Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insecticide insecticides

insecticide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insecticide insecticides

insecticide (fr) αρσενικό