inseparably

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

inseparably < inseparable + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

inseparably (en)

  • αδιαχώριστα
    The Greek spirit is closely and inseparably tied to the concept of freedom.
    Το ελληνικό πνεύμα είναι στενά και αδιαχώριστα δεμένο με την έννοια της ελευθερίας.

Πηγές[επεξεργασία]