inseparable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός inseparable
συγκριτικός more inseparable
υπερθετικός most inseparable

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inseparable < in- + separable

Επίθετο

[επεξεργασία]

inseparable (en)

  1. αδιαχώριστος, που δεν μπορούν να διαχωριστούν
    The form of art is inseparable from its content.
    Η μορφή ενός έργου τέχνης είναι αδιαχώριστη από το περιεχόμενό του.
  2. αχώριστος, αναποχώριστος, για άτομα που περνούν τον περισσότερο χρόνο μαζί και είναι πολύ καλοί φίλοι
    The two are inseparable companions.
    Οι δυο τους είναι αχώριστοι σύντροφοι.
    an inseparable friend - αναποχώριστος φίλος
     συνώνυμα: joined at the hip

Σύνθετα

[επεξεργασία]