αδιαχώριστος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιαχώριστος < αρχαία ελληνική ἀδιαχώριστος
Επίθετο
[επεξεργασία]αδιαχώριστος, -η, -ο
- που δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από κάποιον ή κάτι άλλο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιαχώριστος