insomniaque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insomniaque | insomniaques |
Επίθετο[επεξεργασία]
insomniaque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που πάσχει από αϋπνία
ενικός | πληθυντικός |
insomniaque | insomniaques |
insomniaque (fr) αρσενικό ή θηλυκό