instauration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
instauration instaurations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

instauration (fr) θηλυκό