Μετάβαση στο περιεχόμενο

intérimaire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
intérimaire intérimaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

intérimaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αναπληρωτικός
  2. αναπληρωτής