intellect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛ.lɛkt/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intellect | intellects |
intellect (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
intellect | intellects |
intellect (fr) θηλυκό