intendante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
intendante | intendantes |
intendante (fr) θηλυκό
- η επιστάτισσα, η οικονόμος
ενικός | πληθυντικός |
intendante | intendantes |
intendante (fr) θηλυκό