intendante
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
intendante | intendantes |
intendante (fr) θηλυκό
- η επιστάτισσα, η οικονόμος
ενικός | πληθυντικός |
intendante | intendantes |
intendante (fr) θηλυκό