intendante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
intendante < θηλυκό του intendant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
intendante intendantes

intendante (fr) θηλυκό