interest-free
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
interest-free (en) (χωρίς παραθετικά)
- (οικονομία) άτοκος
- ↪ an interest-free loan - άτοκο δάνειο
- ≠ αντώνυμα: interest-bearing