interstice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ενδιάμεσος ή κενός χώρος
- το κενό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interstice | interstices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
interstice (fr) αρσενικό
- η χαραμάδα