interstice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. ενδιάμεσος ή κενός χώρος
  2. το κενό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interstice interstices

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

interstice (fr) αρσενικό

  1. η χαραμάδα