intestin grêle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
intestin grêle | intestins frêles |
intestin grêle (fr) αρσενικό
- (ανατομία) το λεπτό έντερο