invendable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.vɑ̃.dabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
invendable | invendables |
invendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μη πωλούμενος, που δεν μπορεί να πουληθεί