irrité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | irrité | irrités |
θηλυκό | irritée | irritées |
Επίθετο
[επεξεργασία]irrité (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη irriter
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | irrité | irrités |
θηλυκό | irritée | irritées |
irrité (fr)