island

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
island islands

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈaɪ.lənd/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

island (en)

  • (γεωγραφία) το νησί
    A bridge joins the island with the mainland.
    Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.

Πηγές[επεξεργασία]