jalap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
jalap jalaps

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jalap (fr) αρσενικό

  1. (φυτό) είδος φυτού
  2. (ιατρική) ρητίνη που προέρχεται από το παραπάνω φυτό και αποτελεί έντονο καθαρτικό