jump through hoops
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
jump through hoops (en)
- καταβάλω μεγάλη (περιττή) προσπάθεια, περνώ μεγάλη (περιττή) ταλαιπωρεία (για να ξεπεράσω εμπόδια που θα μπορούσε να μην υπήρχαν)
- ↪ it will help you contribute later on without jumping through many hoops
- «αυτό θα σας βοηθήσει να συνεισφέρετε αργότερα χωρίς να περάσετε πολλές περιττές προσπάθειες»
- ↪ it will help you contribute later on without jumping through many hoops