just like that

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

just like that < → δείτε τις λέξεις just, like και that

Έκφραση[επεξεργασία]

just like that (en)

  • (ιδιωματισμός) στα καλά καθούμενα, ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση ή εξήγηση
    What made him just like that get up and leave?
    Τι του ήρθε στα καλά καθούμενα να σηκωθεί να φύγει;
    A downpour broke out just like that!
    Στα καλά καθούμενα ξέσπασε μια μπόρα!

Πηγές[επεξεργασία]