justiciable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]justiciable (en)
- (νομικός όρος) δικάσιμος, που μπορεί να δικαστεί σε δικαστήριο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- justiciable under : δικάσιμο από [συγκεκριμένο δικαστήριο]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]justiciable (fr)