δικάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικάσιμος < αρχαία ελληνική
Επίθετο
[επεξεργασία]δικάσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να δικαστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικάσιμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δικάσιμος θηλυκό (καθομιλουμένη) δικάσιμη
- (νομικός όρος) η μέρα κατά την οποία διεξάγεται μια δίκη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικάσιμος
|