kırıntı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kırıntı < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɯɾɯnˈtɯ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kı‐rın‐tı

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kırıntı (tr)

  1. το ψίχουλο, πάρα πολύ μικρό κομμάτι που έχει φύγει από τριμμένο ψωμί, μπισκότο ή άλλο παρόμοιο φαγητό
  2. (μεταφορικά) το ψίχουλο, ψιχίο, για κάτι που προσφέρεται σε πολύ μικρή ποσότητα

Κλίση[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. kırıntı - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν