kikero
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | kikero |
αιτιατική | kikeron |
kikero (eo)
- το ρεβίθι
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | kikero |
αιτιατική | kikeron |
kikero (eo)