kimono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kimono < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 着物 (kimono)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kimono (en)
- το κιμονό
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kimono (fr)