Μετάβαση στο περιεχόμενο

kino

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kino (lv)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

kino < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kino

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈcĩnɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kino (pl) ουδέτερο

  1. ο κινηματογράφος, το σινεμά με τις έννοιες:
    ως τέχνη
    ως κτίριο ή εγκατάσταση
  2. (μεταφορικά) το θέατρο (ως γελοία κατάσταση)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kino (pl) ουδέτερο