kir
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μάρκα. Τέως δήμαρχος και βουλευτής της Dijon (πόλη της Γαλλίας).
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
kir | kirs |
kir (fr) αρσενικό
- κιρ, απεριτίφ που φτιάχνεται με ένα (μικρό) μέρος από σιρόπι φραγκοστάφυλου και το υπόλοιπο με λευκό κρασί
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- Kir royal Κιρ όπου το λευκό κρασί αντικαθίσταται με σαμπάνια.