klephte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
klephte | klephtes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]klephte (fr), clephte αρσενικό
- (ελληνική ιστορία) ο κλέφτης
ενικός | πληθυντικός |
klephte | klephtes |
klephte (fr), clephte αρσενικό