klephte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
klephte klephtes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

klephte (fr), clephte αρσενικό