konduktör
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
konduktör < αγγλική conductor < λατινική condūcō
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
konduktör (sv) κοινό
konduktör < αγγλική conductor < λατινική condūcō
konduktör (sv) κοινό