conductor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conductor (en)
- διευθυντής ορχήστρας, χορωδίας
- ελεγκτής εισιτηρίων σε συγκοινωνιακά μέσα
- (φυσική) αγωγός (του ηλεκτρισμού, της θερμότητας κλπ)