conductor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conductor | conductors |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conductor (en)
- (μουσική) διευθυντής ορχήστρας, χορωδίας
- ελεγκτής εισιτηρίων σε συγκοινωνιακά μέσα
- (φυσική) αγωγός (του ηλεκτρισμού, της θερμότητας κλπ)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- conductor - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 9. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγωγός