kopeck
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρωσική λέξη.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kopeck | kopecks |
kopeck (fr) αρσενικό
Το 1/100ο από το ρούβλι.
Ρωσική λέξη.
ενικός | πληθυντικός |
kopeck | kopecks |
kopeck (fr) αρσενικό
Το 1/100ο από το ρούβλι.