laconic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- laconic < λατινική Laconicus < αρχαία ελληνική Λακωνικός
Επίθετο
[επεξεργασία]laconic (en)
- λακωνικός
- laconic formulation - λακωνική διατύπωση
laconic (en)