lagon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lagon | lagons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lagon (fr) αρσενικό
- λιμνοθάλασσα ανάμεσα στην ξηρά και κοραλλιογενή ύφαλο
- κεντρική λιμνοθάλασσα ενός κοραλλιογενούς νησιού