lagon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lagon lagons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lagon (fr) αρσενικό

  1. λιμνοθάλασσα ανάμεσα στην ξηρά και κοραλλιογενή ύφαλο
  2. κεντρική λιμνοθάλασσα ενός κοραλλιογενούς νησιού