lallygag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | lallygag |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lallygags |
αόριστος | lallygagged |
παθητική μετοχή | lallygagged |
ενεργητική μετοχή | lallygagging |
Ρήμα
[επεξεργασία]lallygag (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) άλλη μορφή του lollygag