languissante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
languissante | languissantes |
languissante (fr)
- θηλυκό του languissant
ενικός | πληθυντικός |
languissante | languissantes |
languissante (fr)