languissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- languissant < → δείτε τη λέξη languir
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lɑ̃.ɡi.sɑ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | languissant | languissants |
θηλυκό | languissante | languissantes |
languissant (fr)