ερωτόληπτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερωτόληπτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐρωτόληπτος < έρωτας + -ληπτος[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]ερωτόληπτος, -η, -ο
- (λόγιο) που έχει καταληφθεί από έρωτα, που ο έρωτας του έχει γίνει αρρώστια
- ※ Ο Βελμίννης ήτο ερωτόληπτος, ερωτόληπτος με την θαλασσίαν νύμφην (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γυφτοπούλα, κεφάλαιο Κατόπιν Εορτής, Η παράδοξος διήγησις περί του Αννίβα Βελμίννη, 1884)
- (λόγιο) που ερωτεύεται συχνά και επιπόλαια, ο ερωτιάρης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερωτόληπτος
|
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ερωτόληπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)