Μετάβαση στο περιεχόμενο

lanterne

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lanterne lanternes

lanterne (fr) θηλυκό

  1. το φανάρι
  2. (αρχιτεκτονική) πυργίσκος με φεγγίτες ολόγυρα