Μετάβαση στο περιεχόμενο

lard

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lard (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lard lards

lard (fr) αρσενικό