lasciveté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lasciveté | lascivetés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lasciveté (fr) και lascivité θηλυκό
- η λαγνεία
ενικός | πληθυντικός |
lasciveté | lascivetés |
lasciveté (fr) και lascivité θηλυκό