lassen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

lassen (de)

  1. αφήνω
    ich lasse das Fenster auf - αφήνω το παράθυρο ανοιχτό
  2. κάνω να, δίνω για
    ich lasse meine Uhr reparieren - δίνω το ρολόι μου για επισκευή