lasso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lasso (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

lasso (en)

  • πετάω λάσο για να συλλάβω ζώο



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lasso lassos

lasso (fr) αρσενικό