Μετάβαση στο περιεχόμενο

lavanderia

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lavanderia lavanderie

lavanderia (it)

  1. καθαριστήριο, πλυντήριο
  2. πλυσταριό