layaway
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
layaway (en)
- αγορά ενός αγαθού με δόσεις. Ο αγοραστής όμως δεν μπορεί να πάρει το προϊόν και να το χρησιμοποιήσει παρά μόνο μετά την αποπληρωμή όλων των δόσεων.
- το προϊόν που παραμένει στον πωλητή μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του