lessicale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lessicale < lessico
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lessicale | lessicali |
lessicale (it)
- το σχετιζόμενο με λεξικό