Μετάβαση στο περιεχόμενο

lessicale

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lessicale < lessico

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lessicale lessicali

lessicale (it)