lest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: least

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

lest (en)

  • μήπως, από φόβο μήπως, μήπως και, για να μην, σε περίπτωση που (συμβεί κάτι δυσμενές-ανεπιθύμητο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lest (is)