lia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lia < li + -a

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αντωνυμία

[επεξεργασία]
πτώση ενικός
ονομαστική lia
αιτιατική lian

lia (eo)

  • (δικός) του (ο κάτοχος είναι αρσενικού γένους)
    ŝi akceptis lian inviton - δέχτηκε την πρόσκλησή του