lichen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lichen | lichens |
lichen (fr) αρσενικό
- η λειχήνα
ενικός | πληθυντικός |
lichen | lichens |
lichen (fr) αρσενικό